σαθρώ

σαθρώ
σαθρῶ, -όω, ΝΜΑ, στα νεοελλ. κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ. σαθρωμένος, -η, -ο [σαθρός]
κάνω κάτι σαθρό, επισφαλές, αδύνατο, εύθραυστο («οἰκίας δύο μέρη ἐσαθρώθησαν», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαθρῷ — σαθρός unsound masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσαθρώνω — [σαθρώ] καθιστώ κάτι σαθρό, ετοιμόρροπο …   Dictionary of Greek

  • σαθρῶι — σαθρῷ , σαθρός unsound masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάθρωμα — τὸ, Α [σαθρῶ] 1. μη υγιής κατάσταση, σαθρότητα 2. ελάττωμα …   Dictionary of Greek

  • σάθρωση — η / σάθρωσις, ώσεως, ἡ, ΝΜΑ [σαθρῶ] καταστροφή, όλεθρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”